- ζωοφθορά
- (I)ζωοφθορά, ή (Α)κτηνωδία, διαστροφή, βαρβαρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι)* + φθορά (< φθείρω)].————————(II)ζῳοφθορά, ή (Α)ζωοφθορία*, κτηνοβασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ)* + φθορά (< φθείρω)].
Dictionary of Greek. 2013.